Νεοτίμη

νεότμητος

νεοτόκος
νεό·τμητος, ος, ον, nouvellement coupé ou taillé, Plat. Tim. 80d ; Luc. Ind. 6 ||
E Dor. νεότματος [] Thcr. Idyl. 7, 134.
Étym. ν. τέμνω.