νεφριτικός

νεφρῖτις

νεφροειδής
νεφρῖτις, ίτιδος [ῑῐ] adj. f. des reins, Hpc. Aph. 1248, etc. ; ἡ νόσος νεφρῖτις, Thc. 7, 15, ou simpl. ἡ νεφρῖτις, Gal. la néphrétique ou la gravelle ||
E Acc. -ῖτιν, Thc. l. c.
Étym. νεφρός.