νευροσπαστία

νευρόσπαστος

νευροσύμφορος
νευρό·σπαστος, ος, ον, mû par des fils, Hdt. 2, 48 ; τὰ νευρόσπαστα, Xén. Conv. 4, 55 ; Luc. Syr. 16 ; A. Gell. 14, 1, 23, sorte de marionnettes.
Étym. ν. σπάω.