Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
νεωτεροποιΐα
νεωτεροποιός
νεώτερος
νεωτερο·ποιός,
ός, όν,
novateur,
particul.
qui fait une révolution,
Thc.
1, 70 ;
Arstt.
Pol.
2, 7
.
Étym.
νεώτερος, ποιέω
.