νεωτεροποιΐα

νεωτεροποιός

νεώτερος
νεωτερο·ποιός, ός, όν, novateur, particul. qui fait une révolution, Thc. 1, 70 ; Arstt. Pol. 2, 7.
Étym. νεώτερος, ποιέω.