νικηφορέω-ῶ

νικηφορία

νικηφόρος
*νικηφορία, dor. νικαφορία, ας () [νῑκᾱ] victoire remportée, victoire, Pd. P. 1, 115 ; O. 11, 62, etc.
Étym. νικηφόρος.