νοταπηλιωτικός

νοτερός

νοτέω-ῶ
νοτερός, ά, όν, humide, Eur. Ion 106, 149, I.T. 1042, Alc. 598, etc. ; Thc. 3, 21, etc. ; τὸ νοτερόν, Plat. Tim. 60c, l’humidité.
Étym. νότος.