νουμηνιαστής

νουμήνιος

Νουμήνιος
νουμήνιος, ος, ον, de la nouvelle lune, du premier jour du mois, Luc. Lex. 6.
Étym. νουμηνία.
νουμήνιος, ου () sorte d’oiseau, p.-ê. le corlieu, DL. 9, 114.