Νούδιον

νουθεσία

νουθετέω-ῶ
νουθεσία, ας () c. νουθέτησις, Ar. Ran. 1009 ; Plut. M. 46d, 59a, etc. ||
E Ion. -ίη, Hpc. Epist. p. 1284, 30 ; Anth. 11, 32.