νουθετητής

νουθετητικός

νουθετικός
νουθετητικός, ή, όν, propre à avertir, à admonester, Plat. Leg. 740e ; ἡ νουθετητική (s. e. τέχνη) Plat. Soph. 230a, l’art d’avertir.
Étym. νουθετέω.