Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
νύγμα
νυγματώδης
νυγματωδῶς
νυγματώδης,
ης, ες
[
ᾰ
] piquant,
Arstt.
Probl.
27, 3, 2
.
Étym.
νύγμα, -ωδης
.