νυκταλωπίασις

νυκταλωπιάω-ῶ

νυκταλωπικός
νυκταλωπιάω-ῶ [] être atteint de nyctalopie, Orib. Eun. 4, 17 ; Gal. 12, 802.
Étym. νυκταλωπία.