νυκτερευτικός

νυκτερεύω

νυκτερήσιος
νυκτερεύω (ao. ἐνυκτέρευσα)
1 dormir pendant la nuit, Xén. Cyr. 4, 2, 22 ||
2 passer la nuit en un lieu, Xén. Hell. 4, 5, 3, etc. ; Pol. 16, 37, 2 ||
Moy. m. sign. Ath. 699e.
Étym. νύκτερος.