νυκτερίρεμϐος

νυκτερίς

Νυκτερίων
νυκτερίς, ίδος () [ῐδ]
1 chauve-souris, Od. 12, 433 ; 24, 6 ; Hdt. 2, 76, etc. ; Xén. Hell. 4, 7, 6 ; Plut. M. 567e ; Luc. Dips. 3 ||
2 autre n. du poisson ἡμεροκοίτης, Opp. H. 2, 200, 205.
Étym. νύξ.