νυκτεροφεγγής

νυκτερόφοιτος

νυκτερωπός
νυκτερό·φοιτος, ος, ον, qui va ou erre pendant la nuit, Orph. H. 35, 6.
Étym. ν. φοιτάω ; cf. νυκτίφοιτος.