νυκτεροειδής

νύκτερος

νυκτεροφεγγής
νύκτερος, ος, ον, de nuit, nocturne, Eschl. Pr. 796, Sept. 367, etc. : Soph. Aj. 217, El. 410 ; Eur. Rhes. 53, etc. ; Ar. Ran. 342.
Étym. νύξ.