νυκτίφαντος

νυκτίφοιτος

νυκτιφόρος
νυκτί·φοιτος, ος, ον [] qui a coutume de venir ou simpl. qui vient la nuit, Eschl. Pr. 658 ; Lyc. 225.
Étym. ν. φοιτάω.