νυκτοπόλεμος

νυκτοπορέω-ῶ

νυκτοπορία
νυκτοπορέω-ῶ, voyager de nuit, Xén. Cyr. 5, 1, 19 ; Pol. 5, 6, 6, etc.
Étym. νυκτοπόρος.