νυκτηγορέω-ῶ

νυκτηγορία

νυκτηγρετέω-ῶ
νυκτ·ηγορία, ας ()
1 mot d’ordre de nuit, Eur. Rhes. 20 ||
2 harangue de nuit, Lib. t. 4, p. 141, 15.
Étym. v. le préc.