Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
νύμφευσις
νυμφευτήρ
νυμφευτήριος
νυμφευτήρ,
ῆρος
(
ὁ
)
fiancé, époux,
Opp.
C.
1, 265
.
Étym.
νυμφεύω
.