Νυμφιδία

νυμφίδιος

Νυμφίδιος
νυμφίδιος, α ou ος, ον [ῐδ] nuptial, Eur. Med. 1000, etc. ; Ar. Av. 1729, etc. ||
E Fém. -ος, Eur. Alc. 885, Andr. 858.
Étym. νύμφη.