Ὄχιμος

ὀχλαγωγέω-ῶ

ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγέω-ῶ [] attrouper, d’où soulever le peuple, Pol. 25, 8, 2 ; Str. 652.
Étym. ὀχλαγωγός.