ὀχλικῶς

ὀχλοαρέσκης

ὀχλοκοπέω-ῶ
ὀχλο·αρέσκης, ου () qui cherche à plaire au peuple, Timon (DL. 4, 42).
Étym. ὄχλος, ἀρέσκω.