ὀδυνηρῶς

ὀδυνήφατος

ὀδυνηφόρος
ὀδυνή·φατος, ος, ον [ῠᾰ] qui supprime la douleur, Il. 5, 401 ; 11, 846, etc.
Étym. ὀδύνη, th. φα- ; cf. πέφαμαι, de πεφνεῖν.