ὀδυνοσπάς

ὀδυνώδης

ὄδυρμα
ὀδυνώδης, ης, ες [] douloureux, Hpc. 427, 32 ; 684, 42, etc. ; cp. -έστερος, Hpc. Fract. 7, 64.
Étym. ὀδύνη, -ωδης.