οἰκειωτέον

οἰκειωτικός

οἰκέοισι
οἰκειωτικός, ή, όν :
1 qui s’approprie, Plat. Soph. 223b ||
2 qui s’accorde : πρός τι, Plut. M. 759e, avec qqe ch.
Étym. οἰκειόω.