οἰκογενής

οἰκοδέσποινα

οἰκοδεσποτεία
οἰκο·δέσποινα, ης () maîtresse de maison, Phintys (Stob. Fl. 74, 61) ; Plut. M. 140c, etc. ; Babr. 10, 5.
Étym. οἶκ. δέσποινα.