οἰκημάτιον

οἰκήσιμος

οἴκησις
οἰκήσιμος, ος, ον [] habitable, Thc. 3, 2 ; Pol. 3, 55, 9 ; Arr. An. 6, 18, 1 ||
Cp. -ώτερος, Gém. El. astr. 16, 20 ; 16, 24.
Étym. οἰκέω.