οἴνα

οἰναγωγός

οἰναδοθήρας
οἰν·αγωγός, ός, όν [] qui sert à transporter du vin, Crat. (Poll. 6, 23) ; Phérécr. (Ath. 481c).
Étym. οἶνος, ἀγωγός.