οἰνοϐαρέω-ῶ

οἰνοϐαρής

οἰνοϐαφής
οἰνο·ϐαρής, ής, ές [] alourdi par le vin, Il. 1, 225 ; Anth. 7, 24 ; Luc. Fug. 30, etc.
Étym. οἶν. βάρος.