οἰνοδοτέω-ῶ

οἰνοδότης

οἰνοδοχεῖον
*οἰνο·δότης, dor. οἰνο·δότας, α () [] qui donne du vin, Eur. H.f. 682.
Étym. οἶν. δίδωμι.