οἰόφρων

οἰοχίτων

οἰόω-ῶ
οἰο·χίτων, ωνος (ὁ, ἡ) [] vêtu d’une simple tunique, légèrement vêtu, Od. 14, 489 ; Nonn. D. 8, 16.
Étym. οἶος, χιτών.