οἰοπολέω-ῶ

οἰοπόλος

οἰόρ
οἰο·πόλος, ος, ον, qui fait paître des brebis, Hh. Merc. 314 ; Col. 302.
Étym. οἶς, πέλομαι.
οἰο·πόλος, ος, ον, solitaire, désert, Il. 13, 473 ; 19, 377, etc. ; Od. 11, 573 ; Pd. P. 4, 28.
Étym. οἶος, πέλομαι.