οἶστρος

οἰστροφόρος

οἰστρώδης
οἰστρο·φόρος, ος, ον, qui enfonce (propr. qui porte) l’aiguillon, ép. d’Aphroditè, Anth. 5, 234.
Étym. οἶστρος, φέρω.