οἰστρηδόν

οἰστρήεις

οἰστρηλασία
οἰστρήεις, ήεσσα, ῆεν, piqué par un taon, d’où furieux, Opp. C. 2, 423 ; Nonn. Jo. 18, 13.
Étym. οἶστρος.