οἰωνιστής

οἰωνιστικός

Οἰώνιχος
οἰωνιστικός, ή, όν, qui concerne le vol ou le cri des oiseaux, Arstt. H.A. 1, 11, 6 ; ἡ οἰωνιστική (s. e. τέχνη) Plat. Phædr. 244d ; Plut. M. 975a, la science des augures.
Étym. οἰωνίζομαι.