οἰωνομαντικός

οἰωνόμαντις

οἰωνόμικτος
οἰωνό·μαντις, εως () devin, qui prédit l’avenir d’après le vol ou le cri des oiseaux, Eur. Ph. 767 ; DH. 3, 69, 72.
Étym. οἰωνός, μάντις.