ὀκταδακτυλιαῖος

ὀκταδάκτυλος

ὀκτάδραχμος
ὀκτα·δάκτυλος, ος, ον [τᾰῠ] de huit doigts, Cléarq. (Ath. 332d).
Étym. ὀκτώ, δάκτυλος.