ὀκτάδραχμος

ὀκτάεδρος

ὀκταετηρίς
ὀκτά·εδρος, ος, ον, à huit faces, octaèdre, T. Locr. 98d ; Plut. M. 719d, etc. ; τὸ ὀ. Arstt. Cæl. 3, 8, 9, octaèdre.
Étym. ὀ. ἕδρα.