ὀκτάκνημος

ὀκτακόσιοι

ὀκτακοσιοστός
ὀκτα·κόσιοι, αι, α [] huit cents, Hdt. 2, 9 ; Xén. An. 7, 8, 15.
Étym. ὀκτώ, -κοσιοι.