ὀκταμηνιαῖος

ὀκτάμηνος

Ὀκταουιανός
ὀκτά·μηνος, ος, ον [] de huit mois, Hpc. 1031c ; Xén. Cyn. 7, 6 ; Arstt. H.A. 5, 14, etc. ||
E Fém. -η, Arstt. H.A. 7, 4, 2.
Étym. ὀ. μήν.