ὀκτασκελής

ὀκταστάδιον

ὀκτάστιχος
ὀκτα·στάδιον, ου (τὸ) [ᾰδ] longueur de huit stades, Pol. 34, 12, 4 ; Str. 246, 322.
Étym. ὀ. στάδιον.