ὀκτωκαιδεκαέτις

ὀκτωκαιδεκάκις

ὀκτωκαιδεκάπηχυς
ὀκτω·και·δεκάκις, adv. dix-huit fois, Theol. p. 64.
Étym. ὀ. κ. δ.