ὀκτωκαιδεκάπηχυς

ὀκτωκαιδεκαπλασίων

ὀκτωκαιδεκάς
ὀκτωκαιδεκα·πλασίων, ων, ον, gén. ονος, 18 fois plus grand, Plut. M. 892b, 925c, etc.
Étym. ὀκτωκαίδ. -πλασίων.