ὀκτωκαιδεκάς

ὀκτωκαιδεκάσημος

ὀκτωκαιδεκαταῖος
ὀκτωκαιδεκά·σημος, ος, ον [] de 18 temps ou mesures, t. de mus. A. Quint. 1, 14, p. 35.
Étym. ὀκτωκαίδ. σῆμα.