ὀκτωκαιδεκέτις

ὀκτωκαιεικοσαπλασίων

ὀκτωκαιεικοσίφθογγος
ὀκτω·και·εικοσα·πλασίων, ων, ον, gén. ονος [ᾰσ] 28 fois plus grand, Plut. M. 889f.
Étym. ὀ. καί, εἴκοσι, -πλασίων.