ὀκτωστάδιος

ὀκτώφορος

οκχέω-ῶ
ὀκτώ·φορος, ου (ὁ, ἡ) litière portée par huit hommes, Cic. 2 Verr. 5, 11, etc.
Étym. ὀ. φέρω.