ὀλϐοθρέμμων

ὀλϐομέλαθρος

ὀλϐονομέω-ῶ
ὀλϐο·μέλαθρος, ος, ον, qui est d’une maison fortunée, Man. 4, 504.
Étym. ὄ. μέλαθρον.