ὀλέ

ὀλεθρεία

ὀλεθρεύω
ὀλεθρεία, mieux que ὀλεθρία, ας () c. ὄλεθρος, Spt. Sap. 18, 25 ; 3 Macc. 4, 2.
Étym. ὀλεθρεύω.