ὀλιγαιμία

ὀλίγαιμος

ὀλιγαιμότης
ὀλίγ·αιμος, ος, ον [] qui a le sang pauvre, Hpc. 278, 1, etc. ; Arstt. H.A. 1, 16, etc. ||
Sup. -ότατος, Arstt. P.A. 4, 11, 21.
Étym. ὀλ. αἷμα.