ὀλιγοχρηματία

ὀλιγοχρήματος

ὀλιγοχρονία
ὀλιγο·χρήματος, ος, ον [ῐᾰ] qui a peu d’argent, peu de fortune, Phil. 1, 344, etc.
Étym. ὀλ. χρῆμα.